- καταγίγνεται
- καταγίγνομαιabidepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγίνομαι — (AM καταγίνομαι, Α και καταγίγνομαι) ασχολούμαι συνήθως με κάτι (α. «καταγίνομαι με τις δουλειές τού σπιτιού» β. «ἐν τούτῳ κατεγίγνετο πάντα τὸν χρόνον», Πολ.) μσν. γίνομαι αρχ. 1. διαμένω, κατοικώ 2. ζω, περνώ τη ζωή μου 3. φθάνω κάπου… … Dictionary of Greek